- μελετιάζω
- μελετιάζω (Μ)βλ. μεριτιάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεριτιάζω — και μερετιάζω και μελετιάζω (Μ) 1. ανταμείβω, ανταποδίδω 2. ικανοποιώ 3. (ως απρόσ.) μεριτιάζει αξίζει, ταιριάζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < προβηγκ. meritar] … Dictionary of Greek